- ευχρηστία
- η (Α εὐχρηστία) [εύχρηστος]ευχέρεια, ευκολία στη χρήση, εύκολη χρήσηαρχ.1. ωφελιμότητα, χρησιμότητα2. πίστη στις συναλλαγές, φερεγγυότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐχρηστία — εὐχρηστίᾱ , εὐχρηστία ready use fem nom/voc/acc dual εὐχρηστίᾱ , εὐχρηστία ready use fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχρηστίᾳ — εὐχρηστίᾱͅ , εὐχρηστία ready use fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχρηστίας — εὐχρηστίᾱς , εὐχρηστία ready use fem acc pl εὐχρηστίᾱς , εὐχρηστία ready use fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχρηστίαι — εὐχρηστίᾱͅ , εὐχρηστία ready use fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχρηστίαν — εὐχρηστίᾱν , εὐχρηστία ready use fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχρηστίαις — εὐχρηστία ready use fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)